- συναπελεύθερος
- -ον, θηλ. και συναπελευθέρα, Μ [ἀπελεύθερος]αυτός που έχει απελευθερωθεί μαζί με άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναπελευθερική — ἡ, Α [συναπελεύθερος] η συναπελεύθερος* … Dictionary of Greek
συναπελευθέρα — ἡ, Μ βλ. συναπελευθερος … Dictionary of Greek